Καρτερούμεν μέραν νύχταν
Καρτερούμεν μέραν νύχταν, να φυσήσει ένας αέρας
σ’ τούντον τόπον πόν’ καμένος τζι εν θωρεί ποττέ δροσιάν,
για να φέξει καρτερούμεν το φως τζείνης της μέρας,
πον’ να φέρει στον καθέναν τζαι δροσιάν τζαι ποσπασιάν.
σ’ τούντον τόπον πόν’ καμένος τζι εν θωρεί ποττέ δροσιάν,
για να φέξει καρτερούμεν το φως τζείνης της μέρας,
πον’ να φέρει στον καθέναν τζαι δροσιάν τζαι ποσπασιάν.
Την Μανούλλαν μας για πάντα μιτσιοί μιάλοι καρτερούμεν
για να μας σφιχταγγαλιάσει τζαι να νεκραναστηθούμεν.
Η ζωή μας εν για τζείνην τζαι ζωή μας τζείνη ένι
τζαι πως τρώμεν δίχα τζείνης τζι είμαστιν βασταεροί
εν γιατί με τ’ όνομάν της είμαστιν ποσκολισμένοι
πον’ το βκάλλουν που τον νουν μας μήτε χρόνια με τζαιροί
ξυπνητοί τζαι τζοιμισμένοι εν για τζείνην η καρτκιά μας
που διπλοφακκά για να ρτει τζαι να μείνει δα κοντά μας.
Τα λαμπρά μας ούλλον τζι άφτουν τζι οι καμοί μας εν σιούσιν,
εν’ συμπούρκισμαν φουρτούνας των τζυμάτων του γιαλού
ετσ’ οι λας εν’ που παθθαίνουν όντας ξένοι τζυβερνούνσιν
έχουν μέσα τους φουρτούναν τζι αν τους έχουν προς καλού
τζι όσον τούτοι τζι αν καρδκιούνται που την Μάναν χωρισένοι
η αγάπη τους περίτου γίνεται δρακοντεμένη.
Πκοιος αντίκοψεν ποττέ του, τον αέρα για το τζύμμαν
τζι έκαμεν το για να αλλάξει φυσικόν τζαι να σταθεί;
Ομπροστά στον Πλάστην ούλλοι εν είμαστιν παρά φτύμμαν,
εν’ αβόλετον ο νόμος ο δικός Του να χαθεί
τζαι για τούτον μιτσιοί μιάλοι για την Μάναν λαχταρούσιν
εν’ η γέννα, εν’ το γάλαν, εν’ τα χνώτα που τραβούσιν.
Είντα γάλαν ήταν τότες τζείντο γάλαν που βυζάσαν
ας αμπλέψουν να το δούσιν, είμαστιν ούλλοι εμείς.
Αν περνούσιν μαύρα χρόνια σγοιαν τζαι τζείνα που περάσαν
‘Πο μας ένας έντζε βκαίνει που την στράταν της τιμής
Μητ’ επλάστηκεν ποττέ του, τζι αν πλαστεί τζι ανοίξει στόμαν
νεκρόν εν να τον ξεράσει τζαι του τάφου του το χώμαν.
για να μας σφιχταγγαλιάσει τζαι να νεκραναστηθούμεν.
Η ζωή μας εν για τζείνην τζαι ζωή μας τζείνη ένι
τζαι πως τρώμεν δίχα τζείνης τζι είμαστιν βασταεροί
εν γιατί με τ’ όνομάν της είμαστιν ποσκολισμένοι
πον’ το βκάλλουν που τον νουν μας μήτε χρόνια με τζαιροί
ξυπνητοί τζαι τζοιμισμένοι εν για τζείνην η καρτκιά μας
που διπλοφακκά για να ρτει τζαι να μείνει δα κοντά μας.
Τα λαμπρά μας ούλλον τζι άφτουν τζι οι καμοί μας εν σιούσιν,
εν’ συμπούρκισμαν φουρτούνας των τζυμάτων του γιαλού
ετσ’ οι λας εν’ που παθθαίνουν όντας ξένοι τζυβερνούνσιν
έχουν μέσα τους φουρτούναν τζι αν τους έχουν προς καλού
τζι όσον τούτοι τζι αν καρδκιούνται που την Μάναν χωρισένοι
η αγάπη τους περίτου γίνεται δρακοντεμένη.
Πκοιος αντίκοψεν ποττέ του, τον αέρα για το τζύμμαν
τζι έκαμεν το για να αλλάξει φυσικόν τζαι να σταθεί;
Ομπροστά στον Πλάστην ούλλοι εν είμαστιν παρά φτύμμαν,
εν’ αβόλετον ο νόμος ο δικός Του να χαθεί
τζαι για τούτον μιτσιοί μιάλοι για την Μάναν λαχταρούσιν
εν’ η γέννα, εν’ το γάλαν, εν’ τα χνώτα που τραβούσιν.
Είντα γάλαν ήταν τότες τζείντο γάλαν που βυζάσαν
ας αμπλέψουν να το δούσιν, είμαστιν ούλλοι εμείς.
Αν περνούσιν μαύρα χρόνια σγοιαν τζαι τζείνα που περάσαν
‘Πο μας ένας έντζε βκαίνει που την στράταν της τιμής
Μητ’ επλάστηκεν ποττέ του, τζι αν πλαστεί τζι ανοίξει στόμαν
νεκρόν εν να τον ξεράσει τζαι του τάφου του το χώμαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου