Κυριακή 14 Απριλίου 2013
Κυπριακή διάλεκτος - Σ - Ας τη γνωρίσουμε καλυτερα!..
Κυπριακή διάλεκτος - Σ - Ας τη γνωρίσουμε καλυτερα!..
Σ. Σαρίζω: Σκουπίζω (Από το σαρώνω, σάρωσις) Σαρκά: Σκούπα Σιεροκουτάλα : (Υβριστικό) Ανακατώστρα γυναίκα, μοχθηρή, κουτσομπόλα. (Από το σιδερο + κουτάλα, δυνατό ανακάτωμα). Σίταρος, σιταροπούλλα: Αραβόσιτος, καλαμπόκι. (Τό "μεγάλο" σιτάρι). Στάχωμα, σταχώνω: (Παραφθορά, "στάφωμα") (Βυζαντινή) : Βιβλιοδεσία, κάλυμμα βιβλίου). Στρέφω: Κάνω εμετό. Συνάω: Μαζεύω. "Εσυνάξαμεν πολλά άχρηστα χαρτιά για την ανακύκλωσην" ("Μαζέψαμε πολλά άχρηστα χαρτιά κλπ..."). "Εσυνάχτηκεν πολλύς κόσμος"! Συντυχάννω : Μιλώ, συνομιλώ. ("Για μεν το λέεις Χάροντα, για μεν το συντυχάννεις για πάμεν να παλαίψουμε στα μαρμαρένια αλώνια..." Από το Ακριτικό έπος "ο Διγενής τζιαι ο Χάροντας στα μαρμαρένια αλώνια"). ("Οποιος τρώει τζιαι συντυχάννει, για την γλώσσαν-του δακκάννει, για κανέναν βούκκον χάννει"). Σύρνω: Πετώ, ρίχνω! ("Τζιαι έσυρα το μήλον, τζιαι έσυρα το μήλον ..." (= Και έριξα το μήλο ...) πάνω στη μηλιάν, τζι είπεν-μου εν νάρτει, τζείνη τζι άλλη μιά"! ("Σύρνω αυκά πάνω στον τοίχον" = Ρίχνω αυγά πάνω στον τόιχο, ματαιοπονώ). Στρούθος: Σπουργίτι (Αρχαιοελληνικό, στρουθίον) Σωρεύκω: Συσσωρεύω, μαζεύω.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου